- Κοράνι(ο)
- το (Μ Κοράνι[ο]ν και Κοράν [άκλιτο])το ιερό βιβλίο τών μωαμεθανών, που αποτελείται από 114 βιβλία και είναι συλλογή δογμάτων και εντολών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. Koran].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
κοράνι — το (λ. τουρκ. ή αραβ.), το ιερό βιβλίο των Μωαμεθανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… … Dictionary of Greek
ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Αβερρόης — (Averroes, Κόρντομπα, Ισπανία 1126 – Μαρακές, Μαρόκο 1198). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Άραβα φιλοσόφου Ιμπν Ρουσντ. Γιατρός, νομικός και αστρονόμος, αλλά πρώτα απ’ όλα φιλόσοφος, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη της αραβικής σκέψης και … Dictionary of Greek
Αζραήλ — Ο άγγελος του θανάτου στη μουσουλμανική θρησκεία. Αποστολή του είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ο Α., όπως γράφει το Κοράνι, είναι ο αγαπημένος άγγελος του Θεού, γιατί όταν έστειλε τέσσερις αγγέλους να του φέρουν χώμα για να πλάσει τον… … Dictionary of Greek
Αχικάρ ή Αχίκαρος ή Ακίρ — Βιβλικό πρόσωπο. Ασσύριος σοφός, γραμματέας του βασιλιά των Ασσυρίων Σενναχερίβ. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έζησε και όλα τα σχετικά με τη ζωή του τα μαθαίνουμε από μύθους διαφόρων λαών. Ίχνη του Α. βρίσκονται στα έργα του φιλόσοφου Δημόκριτου … Dictionary of Greek
Βάθικ Αρούν — (9ος αι. μ.Χ.). Άραβας χαλίφης. Κυβέρνησε στο χαλιφάτο της Σαμάρας (842 846), πόλη του σημερινού Ιράκ στον Τίγρη ποταμό, αφού διαδέχτηκε τον πατέρα του Αλ Μοτάσεμ. Ο Β. πίστευε ότι το Κοράνι ήταν δημιούργημα ανθρώπων και όχι θεϊκή αποκάλυψη,… … Dictionary of Greek
Γαβριήλ — I Βιβλικό πρόσωπο. Ένας από τους αγγέλους που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Το όνομά του σημαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Η παρουσία του Γ. στο έργο που επιτελεί ο Θεός για τον άνθρωπο θεωρείται από τις σπουδαιότερες αγγελοφανίες. Αυτό απηχεί και η… … Dictionary of Greek